The New Year That Never Came
The New Year That Never Came
Απόγευμα Τετάρτης.
Περπάτημα από το Θησείο ως το Σύνταγμα. Η αίσθηση της Άνοιξης είναι εδώ. Λίγο η αύξηση του φωτός, λίγο το μαλάκωμα του καιρού και οι ευωδιές της πρασινάδας.
Στο Σύνταγμα εκδήλωση διαμαρτυρίας. Ο κόσμος όχι πολύς. Οι γύρω δρόμοι κλειστοί.
Από εκεί στην Πλατεία Κοραή. Σκέψη να πάω στον κινηματογράφο, μετά από καιρό.
Φτάνω νωρίς. Παίρνω ένα χαμομήλι και το πίνω στο παγκάκι. Απίστευτη η τιμή του, δυσκολεύτηκα να αντιληφθώ ότι κοστίζει σχεδόν 4,00 ευρώ.
Αφύσικη ησυχία, οι γύρω δρόμοι κλειστοί λόγω της διαμαρτυρίας. Ο κόσμος λιγοστός και βιαστικός.
Λίγος ο κόσμος και στην κινηματογραφική αίθουσα. Η ταινία προβάλλεται καιρό τώρα. Ο τίτλος της: Είμαι ακόμα εδώ. Η ιστορία της: Στη διάρκεια της εικοσαετούς δικτατορίας στη Βραζιλία του 1970, η ζωή μίας μεσοαστής πολύτεκνης οικογένειας αναταράσσεται όταν ο πατέρας και σύζυγος απάγεται από το καθεστώς και εξαφανίζεται.
Βασισμένη σε πραγματικά γεγονότα, η ταινία μεταφέρει τη ζοφερότητα του καθεστώτος και την ανθρωπιά των πρωταγωνιστών.
Ο σκηνοθέτης ανέφερε ότι επέλεξε αυτό το θέμα με αφορμή την προηγούμενη ακροδεξιά κυβέρνηση στη Βραζιλία, ως ένα τρόπο να ενημερώσει και να αφυπνίσει τους συμπολίτες του στους κινδύνους που κρύβει ο φασισμός.
Βγαίνοντας από τον κινηματογράφο με το τέλος της προβολής, η ησυχία είναι ακόμα πιό έντονη. Οι γύρω δρόμοι κλειστοί. Περπατάς στη Σταδίου ανέμελα.
Επιστροφή στο Θησείο.
Love on the Run, 1979
Σκηνοθεσία: François Truffaut
Οι ερωτικές περιπέτειες του κεντρικού χαρακτήρα, παλιού γνώριμου από την ταινία του ίδιου σκηνοθέτη Les quatre cents coups (The 400 blows).
Πόσο όμορφη, ανεπιτίδευτη και ανάλαφρη η εμφάνιση των γυναικών ηθοποιών!
1961, Η.Π.Α.
Σκηνοθέτης & πρωταγωνιστής: Allen Baron
Αφηγητής: Lionel Stander
Πρώτη κινηματογραφική έξοδος εδώ και αρκετό καιρό και με καλή παρέα ;)
Ένας επαγγελματίας δολοφόνος επιστρέφει στη Νέα Υόρκη για την εκτέλεση ενός συμβολαίου θανάτου.
Τον ακολουθούμε στους χριστουγενιάτικους δρόμους της πόλης, καθώς καταστρώνει το σχέδιο του. Παρακολουθεί τις κινήσεις του θύματος του, αναζητά όπλο, έχει κάποιες απρόσμενες συναντήσεις.
Δεν πρόκειται για συνηθισμένο film noir. Ακολουθούμε τον εσωτερικό μονόλογο του πρωταγωνιστή, τις σκέψεις, τις αντιφάσεις και τα αδιέξοδα του. Οι εικόνες της πόλης είναι ξεχωριστές.
Όπως είναι και η πραγματική ζωή του αφηγητή, Lionel Stander. Αριστερών φρονημάτων, κατηγορήθηκε για συμμετοχή στο Κομουνιστικό Κόμμα των ΗΠΑ και για μεγάλο διάστημα του απαγορεύτηκε να εργάζεται στον κινηματογράφο στις ΗΠΑ. Στο συγκεκριμένο φίλμ το ονοματεπώνυμο του δεν αναφέρεται πουθενά, καθότι εν έτει 1961 εκείνος ήταν ακόμα αποκλεισμένος από το δικαίωμα να εργάζεται στον κινηματογράφο.
![]() |
Η Kerry Condon με θέα τον Ατλαντικό ωκεανό |
Παρακολουθούμε την Lydia στους ρόλους της ως διευθύντριας ορχήστρας, εκπαιδευτικού, μητέρας, συντρόφου. Η Tár δείχνει να διαχειρίζεται την πολυδιάστατη καθημερινότητα της πολύ καλά. Θεωρείται κορυφαία στο είδος της και χαίρει της εκτίμησης του χώρου της. Ωστόσο, οι σκιές ενός σκανδάλου με αυτήν στο επίκεντρο αρχίζουν να απλώνονται σιγά-σιγά...
Η Tár εμπλέκεται στην αυτοκτονία μίας συνεργάτιδος της. Κατηγορείται ότι πλησίαζε ερωτικά συνεργάτες της, και αν εκείνες δεν ενέδιδαν, τότε χρησιμοποιούσε την επιρροή της για να τις καταστρέψει επαγγελματικά. Δεν της απαγγέλονται κατηγορίες επίσημα, ωστόσο ο διασυρμός της στα μέσα κοινωνικής δικτύωσης και στον τύπο αρκούν για να της καταστρέψουν την καριέρα. Εκδιώκεται από τις επαγγελματικές θέσεις της, χάνει την οικογένεια της, και πλέον βρίσκεται στο περιθώριο.
Vanskabte Land / Godland
Δανία - Ισλανδία, 2022
Σκηνοθεσία: Hlynur Pálmason
Στα τέλη του 19ου αιώνα ένας νεαρός ιερωμένος στη Κοπενχάγη επιλέγεται από τους ανωτέρους του ως ο πιό κατάλληλος για να φέρει εις πέρας μία δύσκολη αποστολή: να μεταβεί σε μία απομονωμένη περιοχή της Ισλανδίας και να επιβλέψει την ανέγερση ενός ναού.
Ο ιερέας σφήζει από ζήλο, μα θα είναι το εφόδιο αυτό αρκετό;
Το πρώτο μισό της ταινίας αφορά στο ταξίδι του, από την άφιξη στο νησί μέχρι τον τελικό προορισμό του. Μία ομάδα ντόπιων είναι κανονισμένο να τον συνοδεύσει στο αφιλόξενο αυτόν τόπο.
Όντως, τα πλάνα της Ισλανδίας είναι το πιό εντυπωσιακό και αξιομνημόνευτο στοιχείο της ταινίας. Ένας τόπος σκληρός, ηφαιστειογενής, άδειος, σκοτεινός, απόκοσμος. Δεν αμφιβάλλω ότι και αυτό έχει τη γοητεία του, αν και δεν βρίσκω το λόγο γιατί κάποιος θα κατοικούσε μόνιμα εκεί, αν είχε άλλες επιλογές.
Οι σχέσεις του ιερέα με την ομάδα των ντόπιων συνοδών του είναι κάθε άλλο παρά χριστιανικές. Ο ιερωμένος περιορίζει την επαφή στα απολύτως απαραίτητα. Δεν θέλει να έχει σχέση μαζί τους. Ίσως η συμπεριφορά του να μην διαφέρει πολύ από εκείνη των σύγχρονων του Ευρωπαίων αποίκων προς τους λαούς του Τρίτου Κόσμου. Τους θεωρεί κατώτερους και απλά όργανα για την εκτέλεση των διαταγών του.
Ωστόσο, το ταξίδι αποδεικνύεται δύσκολο για τον ιερέα. Αρρωσταίνει και ταράσσεται ψυχικά. Δείχνει ότι δεν θα τα καταφέρει, και ζητά δύναμη στις προσευχές του.
Τελικά ο ιερωμένος συνεχίζει το ταξίδι του και φτάνει στον προορισμό του. Το χτίσιμο της εκκλησίας ξεκινά. Και έτσι ξεκινά το δεύτερο μέρος της ταινίας.
Η φάρμα μίας οικογένειας γειτνιάζει με την οικοδομή της εκκλησίας, και έτσι μπαίνουμε στη ζωή της. Η οικογένεια αποτελείται από ένα Δανό πατέρα και τις δύο κόρες του. Η μία είναι στην ηλικία του ιερέα, και η άφιξη ενός νέου άνδρα την χαροποιεί στην απομόνωση της. Υπάρχουν προσδοκίες από την πλευρά της για κάτι περισσότερο.
Μα ο ιερέας έχει αλλάξει εντελώς. Τα έχει χαμένα. Βρίσκεται εκεί μα το πνεύμα του απουσιάζει. Τόσο το σώμα όσο και το μυαλό του έχουν εξασθενήσει.
Η εκκλησία χτίζεται, η αποστολή φτάνει στο τέλος της, μα το τέλος έρχεται απροσδόκητα, με μία σειρά δολοφονιών. Δεν υπάρχει ευτυχές κλείσιμο.
Η ταινία διαρκεί πολύ, 138 λεπτά, χωρίς αυτό να βαίνει με κάποιον τρόπο προς όφελος της. Υπάρχει η αίσθηση της "κοιλιάς" κάπου στα μισά της, και του ασύνδετου μεταξύ του πρώτου και του δεύτερου μέρους της.
Επίσης, υπάρχει μία αμφίσημη στάση του σκηνοθέτη απέναντι στην εξέλιξη της πλοκής. Η κάμερα είναι σταθερή, δεν δραματοποιεί, δεν δημιουργεί καταστάσεις, ωστόσο η πλοκή δημιουργεί σε κάποια σημεία την αίσθηση ότι κάτι δραματικό πρόκειται να συμβεί. Τα δύο στοιχεία δεν εναρμονίζονται, και αυτό δεν νομίζω ότι βοηθά στο τελικό αποτέλεσμα.
Οι ηλικιωμένοι γονείς μίας πολυμελούς οικογένειας ταξιδεύουν από την επαρχία στο Τόκυο, για να συναντήσουν τα παιδιά τους.
Ο χρόνος από την τελευταία τους συνάντηση είναι πολύς και οι προσδοκίες μεγάλες. Το ίδιο και η προσμονή τους. Το ταξίδι με το τρένο είναι μακρύ.
Το κλίμα στις συναντήσεις με τα παιδιά είναι καλό, αλλά όχι και ζεστό. Τα παιδιά, οικογενειάρχες κάποια από αυτά, έχουν τις δικές τους ασχολίες και σκοτούρες, και ο χρόνος που μπορούν - ή θέλουν; - να διαθέσουν είναι περιορισμένος. Η κρυφή μουρμούρα για το πότε οι γονείς θα επιστρέψουν δεν αργεί να εμφανιστεί.
Κι έτσι οι γονείς βρίσκονται να περιδιαβαίνουν στο Τόκυο μόνοι, άγνωστοι σε μία χαώδη πόλη. Ωστόσο έχουν ο ένας τον άλλον. Η αίσθηση της συντροφικότητας τους είναι έντονη. Μα δεν είναι κουτοί, παρά τη στωική και καλοπροαίρετη στάση ζωής τους. Αντιλαμβάνονται ότι αποτελούν βάρος και αποφασίζουν να διακόψουν το ταξίδι τους και να επιστρέψουν στο χωριό τους.
Ο σκηνοθέτης δεν κατευθύνει τη σκέψη του θεατή. Δεν κρίνει, δεν δραματοποιεί, δεν βγάζει συμπεράσματα. Ο τρόπος που σκηνοθετεί έχει τις ιδιαιτερότητες του. Κεντρικά συμβάντα παραλείπονται και ο θεατής μαθαίνει για αυτά με την εξέλιξη της πλοκής. Η αλλαγή σκηνών γίνεται με την εστίαση σε εξωτερικούς χώρους, σαν να δίνει χρόνο στον θεατή να εμπεδώσει το τί συμβαίνει. Η κάμερα είναι σταθερά και χαμηλά τοποθετημένη. Δεν ακολουθεί τους χαρακτήρες, δεν δραματοποιεί, δεν οδηγεί τη ματιά του θεατή.
Είναι σαν ο σκηνοθέτης και εμείς να βρισκόμαστε εκεί, μα και να απουσιάζουμε ταυτόχρονα. Η ιδιοσυγκρασία του σκηνοθέτη συναντά την Ιαπωνική κουλτούρα. Μινιμαλισμός, ολιγάρκεια, στωικότητα, μα και συντηρητικοί κοινωνικοί και οικογενειακοί δεσμοί που περιορίζουν την ατομικότητα και την προσωπική έκφραση.
Βρισκόμαστε
στα πρώτα χρόνια μετά το τέλος του Β' Παγκοσμίου Πολέμου, και οι πληγές
είναι ακόμα ανοικτές. Η κοινωνία αλλάζει. Αστυφιλία και αστικοποίηση
φέρουν μεγάλες τομές. Είναι η αρχή της μεγάλης οικονομικής και
βιομηχανικής ανάπτυξης της χώρας. Παραδοσιακοί δεσμοί δοκιμάζονται, χάσματα δημιουργούνται' μεταξύ γενεών, ανθρώπων, μεταξύ πόλεων και χωριών.
Ίσως είναι μία διαδικασία που όλες οι κοινωνίες περνούν στην πορεία τους από την παράδοση στη νεωτερικότητα. Μα θεωρώ ότι οι νησιώτικες κουλτούρες - είτε είναι η Ιαπωνική, είτε η Βρετανική, είτε η νησιωτική Ελληνική - το κάνουν με ένα ιδιαίτερο τρόπο.
Έχουν πολύ έντονη την αίσθηση της εντοπιότητας, μα και είναι ανοικτές σε ξένες επιδράσεις. Τις ενσωματώνουν χωρίς όμως να αλλάζουν κάποιες πολύ παραδοσιακές αρχές. Παλιά στοιχεία αναμειγνύονται με νεωτεριστικά με ένα τρόπο μοναδικό.
Η ταινία, παρά την ηλικία της, δεν σου δίνει την αίσθηση της αποκοπής από αυτό που ζούμε σήμερα. Κάποια έχουν αλλάξει, μα και πολλά παραμένουν ίδια. Η οριακά επιθετική συμπεριφορά του μεγάλου εγγονιού, με αφορμή την απουσία του πατέρα λόγω φόρτου εργασίας, μοιαζεί εντελώς σύγχρονη.
Μα και η αναφορά στη μοναξιά, τόσο από τη νεαρή νύφη των ηλικιωμένων, της οποίας ο σύζυγος αγνοείται από την εποχή του πολέμου, όσο και από τον παππού, όταν εκείνος χάνει τη σύζυγο του, είναι αναπάντεχη για εμένα. Νόμιζα ότι αυτή η αίσθηση της μοναξιάς εμφανίζεται σε πιό κοντινά σε εμάς χρόνα, ότι είναι σύμπτωμα των σύγχρονων καιρών.
1997
Σκηνοθεσία: Claude Chabrol
Με τους Isabelle Huppert, Michel Serrault και François Cluzet
Γλυκόπικρη αστυνομική πλοκή με νοσταλγικό άρωμα δεκαετίας '90.
Η τελευταία ταινία του Chabrol, που έχει διανύσει μία μεγάλη πορεία από τις πρώτες του, ασπρόμαυρες ταινίες, που είχα δει παλιά.
Και η Isabelle Huppert είναι μία αποκάλυψη. Η αβάστακτη γοητεία μίας "καθημερινής" γυναίκας.
1940, σε σκηνοθεσία του George Cukor
Με τους Cary Grant, Katharine Hepburn, James Stewart
Εξαιρετικοί διάλογοι - το έργο βασίστηκε σε βιβλίο - και εξαιρετικοί ηθοποιία. Όσο και αν υποβόσκει μία ηθοπλασία λόγω ηλικίας, η ταινία σε κερδίζει!
L'Année dernière à Marienbad
1961, directed by Alain Resnais
A film that I would describe as interesting rather than enjoyable!
Αξιομνημνημόνευτη ταινία. Η σύγκριση με την προηγούμενη ταινία που είδα (Garde a Vue), με την οποία είναι συνομήλικη, δείχνει πόσο μπροστά έβλεπε ο σκηνοθέτης αυτής της ταινίας.